κατιχνηλατώ

κατιχνηλατώ
κατιχνηλατῶ, -έω (Μ)
ερευνώ ακολουθώντας τα ίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰχνηλατῶ, «κάνω έρευνα ακολουθώντας τα ίχνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”